ὑακινθοειδῆ

ὑακινθοειδῆ
ὑακινθοειδής
hyacinth-like
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὑακινθοειδής
hyacinth-like
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὑακινθοειδής
hyacinth-like
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκίλλα — I (scilla). Γένος της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιδών (μονοκοτυλήδονα), που περιλαμβάνει πολυάριθμα καλλωπιστικά είδη. Κοινό είδος σε αμμώδεις και πετρώδεις παραθαλάσσιες θέσεις παντού στην Ελλάδα και γενικά στις ακτές της Μεσογείου είναι η σ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”